- Γεράσιμος
- Γεράσιμος οГерасим –1) имя некоторых святых Православной Церкви;2) мужское имяЭтим.«почтенный» < дргр. γέρας «почетный дар, награда»
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
Γεράσιμος — I (Τρίκαλα, Κορινθία 1509 – Κεφαλονιά 1579). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, πολιούχος της Κεφαλονιάς. Καταγόταν από την παλιά βυζαντινή οικογένεια των Νοταράδων. Πολύ νέος ακόμα πήγε στη Ζάκυνθο, για να συμπληρώσει ίσως τις σπουδές του.… … Dictionary of Greek
Παλλαδάς, Γεράσιμος — I Bλ. λ. Γεράσιμος, όνομα πατριαρχών της Αλεξανδρείας. II Λόγιος του 17ου αι. Γεννήθηκε στην Άρτα. Το όνομά του ήταν Γεώργιος αλλά έγινε μοναχός με το ιερατικό όνομα Γεράσιμος. Διετέλεσε σχολάρχης της σχολής της Άρτας (1690 95). Πέθανε στις αρχές … Dictionary of Greek
Αρσένης, Γεράσιμος — (Αργοστόλι, Κεφαλονιά 1931 –).Πολιτικός. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Μασαχουσέτης. Το 1960 συνεργάστηκε με την επιστημονική υπηρεσία του OHE. Διακρίθηκε για την εργασία του … Dictionary of Greek
Μαρκοράς, Γεράσιμος — (Κεφαλονιά 1826 – Κέρκυρα 1911). Ποιητής. Έγραψε λυρικά και επικολυρικά ποιήματα. Σε νεαρή ηλικία γνώρισε τον Διονύσιο Σολωμό και επηρεάστηκε βαθιά από τις ιδέες του. Η επίδραση του ποιητή των Ελεύθερων Πολιορκημένων είναι ιδιαίτερα φανερή στο… … Dictionary of Greek
Αμπάτης, Γεράσιμος — (Κεφαλονιά 1906 – Αθήνα 1972). Ποιητής και πεζογράφος. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εργάστηκε σε ιδιωτικά εκπαιδευτήρια. Στη συνέχεια, ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία και το 1930 κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο με τον τίτλο Μια… … Dictionary of Greek
Αυγερόπουλος, Γεράσιμος — (1887 1981). Στρατιωτικός και πολιτικός. Έλαβε μέρος στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, όπου και διακρίθηκε, καθώς και στην Εθνική Αντίσταση, κατά τη διάρκεια της κατοχής, ως διοικητής μεραρχιών του ΕΑΜ. Για την αντιστασιακή του δράση διώχτηκε και… … Dictionary of Greek
Βλάχος, Γεράσιμος — (Κρήτη 1607 – 1685). Λόγιος από την Κρήτη, μητροπολίτης Φιλαδελφείας, φιλόσοφος και θεολόγος. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του στην Κρήτη πήγε στην Ιταλία για ανώτερες σπουδές. Το 1652 εγκαταστάθηκε στη Βενετία, όπου διετέλεσε εφημέριος και… … Dictionary of Greek
Βώκος, Γεράσιμος — (Πάτρα 1868 – Παρίσι 1927). Λογοτέχνης και ζωγράφος. Ασχολήθηκε στη νεαρή του ηλικία με τη δημοσιογραφία και διακρίθηκε ως χρονογράφος και αρθρογράφος στις εγκυρότερες αθηναϊκές εφημερίδες. Ήταν συγγραφέας πολλών μελετών φιλολογικού και… … Dictionary of Greek
Γρηγόρης, Γεράσιμος — (Λευκάδα 1907 – 1985). Δημοσιογράφος, χαράκτης και λογοτέχνης. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, καθώς επίσης χαρακτική σε ελεύθερα σπουδαστήρια. Σταδιοδρόμησε ως δημοσιογράφος, παράλληλα όμως επιδόθηκε στη ζωγραφική, στη… … Dictionary of Greek
Γρηγορίνης, Γεράσιμος — (Ληξούρι 1766 – 1824).Λόγιος και γιατρός. Τα πρώτα γράμματα τα διδάχτηκε στην Κεφαλονιά και έπειτα φοίτησε σε σχολεία της Σμύρνης και της Πάτμου. Αργότερα δίδαξε στο Βουκουρέστι, ενώ παράλληλα ήταν δάσκαλος στην οικογένεια του ηγεμονεύοντα… … Dictionary of Greek
Εργαστηριάρης, Γεράσιμος — Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από την Κεφαλονιά. Επικεφαλής σώματος συμπατριωτών του πολέμησε στην Αθήνα (1822) και στην Πελοπόννησο (1825). Πήρε μέρος στην τρίτη πολιορκία του Μεσολογγίου, όπου και σκοτώθηκε πολεμώντας λίγες μέρες πριν από την… … Dictionary of Greek